portion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
portion | portions |
portion (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
portion (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
portion | portions |
portion (fr) θηλυκό