Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κληρικαλισμός οι κληρικαλισμοί
      γενική του κληρικαλισμού των κληρικαλισμών
    αιτιατική τον κληρικαλισμό τους κληρικαλισμούς
     κλητική κληρικαλισμέ κληρικαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κληρικαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cléricalisme < cléricale < μεσαιωνική λατινική clericus < ελληνιστική κοινή κληρικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κληρικαλισμός αρσενικό

  • η ασχολία των κληρικών με πολιτικά ή άλλα ζητήματα και η ανάμειξή τους σε μη θρησκευτικά θέματα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία