Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κληροκρατία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κληροκρατί
α
οι
κληροκρατί
ες
γενική
της
κληροκρατί
ας
των
κληροκρατι
ών
αιτιατική
την
κληροκρατί
α
τις
κληροκρατί
ες
κλητική
κληροκρατί
α
κληροκρατί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κληροκρατία
<
κλήρος
+
κρατώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κληροκρατία
θηλυκό
και
κληρικοκρατία
κληρικοκρατία
(βλέπε λέξη).