κληρικοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κληρικοκρατία < κληρικός + -κρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cléricalisme[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική clericalism[1])
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1845.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακληρικοκρατία θηλυκό
- η τάση των κληρικών να εμπλέκονται καταχρηστικά σε θέματα της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής και να επιβάλλουν, με την επιρροή τους, συγκεκριμένους τρόπους χειρισμού των ζητημάτων
- το πολιτικό και ιδεολογικό ρεύμα που προωθεί την εδραίωση κι επέκταση της εξουσίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και στον πολιτικό, τον κοινωνικό, τον πολιτιστικό κ.λπ. τομείς της ζωής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κληρικοκρατία
- ↑ 1,0 1,1 κληρικοκρατία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)