Ετυμολογία

επεξεργασία
  • cléricalisme < clérical
  • Η λέξη μαρτυρείται από το 1855.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cléricalisme (fr) αρσενικό

  • Η γνώμη αυτών που υποστηρίζουν την ανάμιξη του κλήρου στην πολιτική ζωή.

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία