clérical
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- clérical < λατινική clericalis
- Η λέξη μαρτυρείται από τον 12ο αιώνα.
Επίθετο επεξεργασία
clérical (fr)
- που αφορά τον κλήρο
- που έχει σχέση με την κληροκρατία (ή κληρικοκρατία)
Συνώνυμα επεξεργασία
κληροκρατία
- calotin (αργκό)