Ετυμολογία

επεξεργασία
clérical < λατινική clericalis
Η λέξη μαρτυρείται από τον 12ο αιώνα.

  Επίθετο

επεξεργασία

clérical (fr)

  1. που αφορά τον κλήρο
  2. που έχει σχέση με την κληροκρατίακληρικοκρατία)

Συνώνυμα

επεξεργασία

κληροκρατία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία