Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  • cléricalisme < anticlérical
  • Η λέξη μαρτυρείται από το 1869.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

anticléricalisme (fr) αρσενικό

  • αντικληρικισμός (Η γνώμη αυτών που εναντιώνονται στην ανάμιξη του κλήρου στην πολιτική ζωή)

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία