συγκληροδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκληροδόχος < συγ- + κληροδόχος ( < κλήρ(ος) + -ο- + -δόχος), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική colégataire
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκληροδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- που αποδέχεται μια ειδική κληρονομιά που ονομάζεται κληροδότημα μαζί με κάποιους άλλους· που μαζί με άλλους είναι δικαιούχος μιας κληροδοσίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκληροδόχος