Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κληροδοσία οι κληροδοσίες
      γενική της κληροδοσίας των κληροδοσιών
    αιτιατική την κληροδοσία τις κληροδοσίες
     κλητική κληροδοσία κληροδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κληροδοσία < ελληνιστική κοινή κληροδοσία (διανομή κληρονομιάς) < (κληροδοτέω / κληροδοτῶ) κληροδο- + -σία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.ɾo.ðoˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλη‐ρο‐δο‐σί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κληροδοσία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η διάθεση σε κάποιο πρόσωπο ενός ποσού, συγκεκριμένων αντικειμένων κ.λπ., με διαθήκη ή κωδίκελλο, μιας περιουσίας, χωρίς ωστόσο αυτό να καθίσταται καθολικός κληρονόμος του διαθέτη
    ※  Οι μεγαλύτερες δωρεές που λαμβάνει το Μουσείο Μπενάκη γίνονται με κληροδοσία. Για πολλούς δωρητές, η αναγραφή της δωρεάς στη διαθήκη τους είναι ο πιο απλός τρόπος για να βοηθήσουν το Μουσείο. Κληροδοσίες - Μουσείο Μπενάκη
  2. διανομή με κλήρωση, όπως λ.χ. κτημάτωνκλήροι γης»)
     συνώνυμα: κλεροδοσιά, κληροδοσιά (λαϊκότροπα, δημώδη)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κληροδοτώ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία