καταπίστευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταπίστευμα < ελληνιστική κοινή καταπιστεύω (εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, έχω πίστη, πεποίθηση σε κάποιον) + -μα, απόδοση για τη νεολατινική fideicommissum (αυτό που εμπιστεύθηκε με διαθήκη) [1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1840 [2] (καθαρεύουσα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈpi.steѵ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πί‐στευ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταπίστευμα ουδέτερο
- κάτι που εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον
- ↪ η εξουσία πρέπει να ασκείται ως καταπίστευμα του λαού
- (νομικός όρος) δικαίωμα καθορισμού απώτερου κληρονόμου σε περίπτωση θανάτου του πρώτου - αρχικού
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ καταπίστευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ {{Π:ΑΛΝΕ|*καταπιστευ*|λέξη=1|καταπιστευ-