Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπιστευματικός η καταπιστευματική το καταπιστευματικό
      γενική του καταπιστευματικού της καταπιστευματικής του καταπιστευματικού
    αιτιατική τον καταπιστευματικό την καταπιστευματική το καταπιστευματικό
     κλητική καταπιστευματικέ καταπιστευματική καταπιστευματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπιστευματικοί οι καταπιστευματικές τα καταπιστευματικά
      γενική των καταπιστευματικών των καταπιστευματικών των καταπιστευματικών
    αιτιατική τους καταπιστευματικούς τις καταπιστευματικές τα καταπιστευματικά
     κλητική καταπιστευματικοί καταπιστευματικές καταπιστευματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπιστευματικός < καταπίστευμα, καταπιστευματ- + -ικός
Η λέξη μαρτυρείται από το 1887. [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.pi.stev.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πι‐στευ‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

καταπιστευματικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «καταπίστευμα (& καταπιστευματικός)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)