καταπιστευτικός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπιστευτικός < καταπιστευματικός (ή ελληνιστική κοινή καταπιστεύω + -τικός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.pi.ste.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πι‐στευ‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακαταπιστευτικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καταπιστευματικός
- ⮡ καταπιστευτική διαχείριση, καταπιστευτική μεταβίβαση, καταπιστευτική διαδοχή
- ⮡ καταπιστευτικός λογαριασμός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη καταπίστευμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπιστευτικός
|