καταπίστευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταπίστευση | οι | καταπιστεύσεις |
γενική | της | καταπίστευσης* | των | καταπιστεύσεων |
αιτιατική | την | καταπίστευση | τις | καταπιστεύσεις |
κλητική | καταπίστευση | καταπιστεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπιστεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταπίστευση < ελληνιστική καταπιστεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπίστευση θηλυκό
- (νομικός όρος) η πράξη κατά την οποία κάποιος εμπιστεύεται ένα αγαθό σε άλλον, ώστε να αυτός να το μεταβιβάσει σε τρίτον
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταπίστευση