↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγκληρονόμος οι συγκληρονόμοι
      γενική του/της συγκληρονόμου των συγκληρονόμων
    αιτιατική τον/τη συγκληρονόμο τους/τις συγκληρονόμους
     κλητική συγκληρονόμε συγκληρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκληρονόμος < ελληνιστική κοινή συγκληρονόμος < συγ- + κληρονόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκληρονόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / συγκληρονόμος τὸ συγκληρονόμον
      γενική τοῦ/τῆς συγκληρονόμου τοῦ συγκληρονόμου
      δοτική τῷ/τῇ συγκληρονόμ τῷ συγκληρονόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν συγκληρονόμον τὸ συγκληρονόμον
     κλητική ! συγκληρονόμε συγκληρονόμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ συγκληρονόμοι τὰ συγκληρονόμ
      γενική τῶν συγκληρονόμων τῶν συγκληρονόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς συγκληρονόμοις τοῖς συγκληρονόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συγκληρονόμους τὰ συγκληρονόμ
     κλητική ! συγκληρονόμοι συγκληρονόμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συγκληρονόμω τὼ συγκληρονόμω
      γεν-δοτ τοῖν συγκληρονόμοιν τοῖν συγκληρονόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκληρονόμος (ελληνιστική κοινή) < συν- + κληρονόμος

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκληρονόμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)