συγκληρονόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκληρονόμος < ελληνιστική κοινή συγκληρονόμος < συγ- + κληρονόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκληρονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που κληρονομεί μαζί με άλλους
Συγγενικά
επεξεργασία- συγκληρονομία
- συγκληρονομώ
- → και δείτε τη λέξη κληρονόμος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκληρονόμος
|