συγκληρονόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκληρονόμος < ελληνιστική κοινή συγκληρονόμος < συγ- + κληρονόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκληρονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που κληρονομεί μαζί με άλλους
Συγγενικά
επεξεργασία- συγκληρονομία
- συγκληρονομώ
- → και δείτε τη λέξη κληρονόμος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκληρονόμος
|
Πηγές
επεξεργασία- συγκληρονόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκληρονόμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκληρονόμος (ελληνιστική κοινή) < συν- + κληρονόμος
Επίθετο
επεξεργασίασυγκληρονόμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που κληρονομεί από κοινού με κάποιον
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Προς Ρωμαίους, 8.17, (8.16-8.17)
- αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν, ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ· εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι· κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ· εἴπερ συμπάσχομεν, ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πέτρου ἐπιστολὴ καθολικὴ πρώτη, 3.7
- Οἱ ἄνδρες ὁμοίως, συνοικοῦντες κατὰ γνῶσιν, ὡς ἀσθενεστέρῳ σκεύει τῷ γυναικείῳ ἀπονέμοντες τιμήν, ὡς καὶ συγκληρονόμοι χάριτος ζωῆς, εἰς τὸ μὴ ἐκκόπτεσθαι τὰς προσευχὰς ὑμῶν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Προς Ρωμαίους, 8.17, (8.16-8.17)
Πηγές
επεξεργασία- συγκληρονόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγκληρονόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.