Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκληρονομώ < ελληνιστική κοινή συγκληρονομέω[1] < συγκληρονόμος < αρχαία ελληνική σύν + κληρονόμος

συγκληρονομώ (παθητική φωνή: συγκληρονομούμαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συγκληρονομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.