συγκληρονομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκληρονομώ < ελληνιστική κοινή συγκληρονομέω[1] < συγκληρονόμος < αρχαία ελληνική σύν + κληρονόμος
Ρήμα
επεξεργασίασυγκληρονομώ (παθητική φωνή: συγκληρονομούμαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκληρονομώ | συγκληρονομούσα | θα συγκληρονομώ | να συγκληρονομώ | συγκληρονομώντας | |
β' ενικ. | συγκληρονομείς | συγκληρονομούσες | θα συγκληρονομείς | να συγκληρονομείς | (συγκληρονόμει) | |
γ' ενικ. | συγκληρονομεί | συγκληρονομούσε | θα συγκληρονομεί | να συγκληρονομεί | ||
α' πληθ. | συγκληρονομούμε | συγκληρονομούσαμε | θα συγκληρονομούμε | να συγκληρονομούμε | ||
β' πληθ. | συγκληρονομείτε | συγκληρονομούσατε | θα συγκληρονομείτε | να συγκληρονομείτε | συγκληρονομείτε | |
γ' πληθ. | συγκληρονομούν(ε) | συγκληρονομούσαν(ε) | θα συγκληρονομούν(ε) | να συγκληρονομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκληρονόμησα | θα συγκληρονομήσω | να συγκληρονομήσω | συγκληρονομήσει | ||
β' ενικ. | συγκληρονόμησες | θα συγκληρονομήσεις | να συγκληρονομήσεις | συγκληρονόμησε | ||
γ' ενικ. | συγκληρονόμησε | θα συγκληρονομήσει | να συγκληρονομήσει | |||
α' πληθ. | συγκληρονομήσαμε | θα συγκληρονομήσουμε | να συγκληρονομήσουμε | |||
β' πληθ. | συγκληρονομήσατε | θα συγκληρονομήσετε | να συγκληρονομήσετε | συγκληρονομήστε | ||
γ' πληθ. | συγκληρονόμησαν συγκληρονομήσαν(ε) |
θα συγκληρονομήσουν(ε) | να συγκληρονομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκληρονομήσει | είχα συγκληρονομήσει | θα έχω συγκληρονομήσει | να έχω συγκληρονομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκληρονομήσει | είχες συγκληρονομήσει | θα έχεις συγκληρονομήσει | να έχεις συγκληρονομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκληρονομήσει | είχε συγκληρονομήσει | θα έχει συγκληρονομήσει | να έχει συγκληρονομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκληρονομήσει | είχαμε συγκληρονομήσει | θα έχουμε συγκληρονομήσει | να έχουμε συγκληρονομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκληρονομήσει | είχατε συγκληρονομήσει | θα έχετε συγκληρονομήσει | να έχετε συγκληρονομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκληρονομήσει | είχαν συγκληρονομήσει | θα έχουν συγκληρονομήσει | να έχουν συγκληρονομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκληρονομώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκληρονομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.