συγκληρονομούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυγκληρονομούμαι
- (νομικός όρος) παθητική φωνή του ρήματος συγκληρονομώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκληρονομούμαι | συγκληρονομούμουν | θα συγκληρονομούμαι | να συγκληρονομούμαι | ||
β' ενικ. | συγκληρονομείσαι | συγκληρονομούσουν | θα συγκληρονομείσαι | να συγκληρονομείσαι | ||
γ' ενικ. | συγκληρονομείται | συγκληρονομούνταν | θα συγκληρονομείται | να συγκληρονομείται | ||
α' πληθ. | συγκληρονομούμαστε | συγκληρονομούμασταν συγκληρονομούμαστε |
θα συγκληρονομούμαστε | να συγκληρονομούμαστε | ||
β' πληθ. | συγκληρονομείστε | συγκληρονομούσασταν συγκληρονομούσαστε |
θα συγκληρονομείστε | να συγκληρονομείστε | συγκληρονομείστε | |
γ' πληθ. | συγκληρονομούνται | συγκληρονομούνταν | θα συγκληρονομούνται | να συγκληρονομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκληρονομήθηκα | θα συγκληρονομηθώ | να συγκληρονομηθώ | συγκληρονομηθεί | ||
β' ενικ. | συγκληρονομήθηκες | θα συγκληρονομηθείς | να συγκληρονομηθείς | συγκληρονομήσου | ||
γ' ενικ. | συγκληρονομήθηκε | θα συγκληρονομηθεί | να συγκληρονομηθεί | |||
α' πληθ. | συγκληρονομηθήκαμε | θα συγκληρονομηθούμε | να συγκληρονομηθούμε | |||
β' πληθ. | συγκληρονομηθήκατε | θα συγκληρονομηθείτε | να συγκληρονομηθείτε | συγκληρονομηθείτε | ||
γ' πληθ. | συγκληρονομήθηκαν συγκληρονομηθήκαν(ε) |
θα συγκληρονομηθούν(ε) | να συγκληρονομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκληρονομηθεί | είχα συγκληρονομηθεί | θα έχω συγκληρονομηθεί | να έχω συγκληρονομηθεί | συγκληρονομημένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκληρονομηθεί | είχες συγκληρονομηθεί | θα έχεις συγκληρονομηθεί | να έχεις συγκληρονομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκληρονομηθεί | είχε συγκληρονομηθεί | θα έχει συγκληρονομηθεί | να έχει συγκληρονομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκληρονομηθεί | είχαμε συγκληρονομηθεί | θα έχουμε συγκληρονομηθεί | να έχουμε συγκληρονομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκληρονομηθεί | είχατε συγκληρονομηθεί | θα έχετε συγκληρονομηθεί | να έχετε συγκληρονομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκληρονομηθεί | είχαν συγκληρονομηθεί | θα έχουν συγκληρονομηθεί | να έχουν συγκληρονομηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκληρονομούμαι
|
Πηγές
επεξεργασία- συγκληρονομούμαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)