συγκληρονομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκληρονομία < ελληνιστική κοινή συγκληρονομία[1] < συγκληρονόμος < αρχαία ελληνική σύν + κληρονόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκληρονομία θηλυκό
- (νομικός όρος) η κληρονομιά που αφορά πολλούς συγκληρονόμους
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκληρονομία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκληρονομία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- συγκληρονομία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)