Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακληρονόμητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακληρονόμητ
ος
η
ακληρονόμητ
η
το
ακληρονόμητ
ο
γενική
του
ακληρονόμητ
ου
της
ακληρονόμητ
ης
του
ακληρονόμητ
ου
αιτιατική
τον
ακληρονόμητ
ο
την
ακληρονόμητ
η
το
ακληρονόμητ
ο
κλητική
ακληρονόμητ
ε
ακληρονόμητ
η
ακληρονόμητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακληρονόμητ
οι
οι
ακληρονόμητ
ες
τα
ακληρονόμητ
α
γενική
των
ακληρονόμητ
ων
των
ακληρονόμητ
ων
των
ακληρονόμητ
ων
αιτιατική
τους
ακληρονόμητ
ους
τις
ακληρονόμητ
ες
τα
ακληρονόμητ
α
κλητική
ακληρονόμητ
οι
ακληρονόμητ
ες
ακληρονόμητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακληρονόμητος
<
α-
στερητικό +
κληρονομώ
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακληρονόμητος, -η, -ο
που δεν τον έχει
κληρονομήσει
κανένας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακληρονόμητος