Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκληρίζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκληρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκληρίζω

  1. σκοτώνω εξ αμελείας ή σκοπίμως τα μέλη μιας οικογένειας
    Τετραμελής οικογένεια ξεκληρίστηκε τα ξημερώματα σε τροχαίο στην...
  2. (μεταφορικά) σκοτώνω πολλά άτομα μίας ομάδας
  3. (μεταφορικά) εξοντώνω, αποτελειώνω την ποιότητα ζωής, καταστρέφω την οικονομική ζωή και τη δυνατότητα απόκτησης ή κληροδότησης γης
    στη Βραζιλία, που ξεκληριζουν κάθε ίχνος ελπίδας και ζωής από δεκάχρονα παιδιά
    ..της ΕΕ, που ξεκληρίζει τη μικρομεσαία αγροτιά και καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεκληρίζω < ξε + κληρίζω < αρχαία ελληνική κλῆροςκλήρωση αλλά και κομμάτι γης από κληρονομιά καθώς και έντομο καταστροφικό για τα μελίσσια)

  Ρήμα επεξεργασία

ξεκληρίζω

  1. αποκληρώνω ή στερώ κάποιον από την περιουσία του
  2. κάνω μια μάνα να χάσει τα παιδιά της