προκληροδότημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκληροδότημα < προκληροδοτώ + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκληροδότημα[1] ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προκληροδοτώ, κληροδοτώ, κλήρος και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκληροδότημα
|
- ↑ προκληροδότημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)