προκληροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροκληροδοτώ[1] (παθητική φωνή: προκληροδοτούμαι)
- κληροδοτώ κάτι πριν πεθάνω, εκ των προτέρων
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προκληροδοτώ | προκληροδοτούσα | θα προκληροδοτώ | να προκληροδοτώ | προκληροδοτώντας | |
β' ενικ. | προκληροδοτείς | προκληροδοτούσες | θα προκληροδοτείς | να προκληροδοτείς | (προκληροδότει) | |
γ' ενικ. | προκληροδοτεί | προκληροδοτούσε | θα προκληροδοτεί | να προκληροδοτεί | ||
α' πληθ. | προκληροδοτούμε | προκληροδοτούσαμε | θα προκληροδοτούμε | να προκληροδοτούμε | ||
β' πληθ. | προκληροδοτείτε | προκληροδοτούσατε | θα προκληροδοτείτε | να προκληροδοτείτε | προκληροδοτείτε | |
γ' πληθ. | προκληροδοτούν(ε) | προκληροδοτούσαν(ε) | θα προκληροδοτούν(ε) | να προκληροδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προκληροδότησα | θα προκληροδοτήσω | να προκληροδοτήσω | προκληροδοτήσει | ||
β' ενικ. | προκληροδότησες | θα προκληροδοτήσεις | να προκληροδοτήσεις | προκληροδότησε | ||
γ' ενικ. | προκληροδότησε | θα προκληροδοτήσει | να προκληροδοτήσει | |||
α' πληθ. | προκληροδοτήσαμε | θα προκληροδοτήσουμε | να προκληροδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | προκληροδοτήσατε | θα προκληροδοτήσετε | να προκληροδοτήσετε | προκληροδοτήστε | ||
γ' πληθ. | προκληροδότησαν προκληροδοτήσαν(ε) |
θα προκληροδοτήσουν(ε) | να προκληροδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προκληροδοτήσει | είχα προκληροδοτήσει | θα έχω προκληροδοτήσει | να έχω προκληροδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προκληροδοτήσει | είχες προκληροδοτήσει | θα έχεις προκληροδοτήσει | να έχεις προκληροδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προκληροδοτήσει | είχε προκληροδοτήσει | θα έχει προκληροδοτήσει | να έχει προκληροδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προκληροδοτήσει | είχαμε προκληροδοτήσει | θα έχουμε προκληροδοτήσει | να έχουμε προκληροδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προκληροδοτήσει | είχατε προκληροδοτήσει | θα έχετε προκληροδοτήσει | να έχετε προκληροδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προκληροδοτήσει | είχαν προκληροδοτήσει | θα έχουν προκληροδοτήσει | να έχουν προκληροδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκληροδοτώ
|
- ↑ προκληροδοτώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)