Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
willpower
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
willpower
<
will
+
power
Ουσιαστικό
επεξεργασία
willpower
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
η
θέληση
, η ικανότητα να ελέγχω τις σκέψεις και τις πράξεις μου για να πετύχω αυτό που θέλω να κάνω
⮡
Willpower
can conquer habit.
Η
θέληση
νικάει τη συνήθεια.
⮡
She has strong/weak
willpower
.
Έχει δυνατή/αδύνατη
θέληση
.
≈
συνώνυμα
:
will
Άλλες μορφές
επεξεργασία
will power
Πηγές
επεξεργασία
willpower
-
Oxford Learner's Dictionaries