Ετυμολογία

επεξεργασία
willpower < will + power

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

willpower (en) (μη μετρήσιμο)

  • η θέληση, η ικανότητα να ελέγχω τις σκέψεις και τις πράξεις μου για να πετύχω αυτό που θέλω να κάνω
    ⮡  Willpower can conquer habit.
    Η θέληση νικάει τη συνήθεια.
    ⮡  She has strong/weak willpower.
    Έχει δυνατή/αδύνατη θέληση.
     συνώνυμα: will

Άλλες μορφές

επεξεργασία