Ετυμολογία

επεξεργασία
won't < will + -n't (not)

won't (en)

  • (αρνητικό modal verb) αρντική μορφή του will, δεν (θα)
    ⮡  I won't (=will not) go to school tomorrow.
    Δεν θα πάω σχολείο αύριο.
    ⮡  These stains won’t come out.
    Αυτοί οι λεκέδες δεν βγαίνουν με τίποτα.