up for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαup for (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) συμμετέχω, είμαι πρόθυμος να συμμετάσχω σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- ⮡ I am up for the Marathon.
- Συμμετέχω στον Μαραθώνιο δρόμο.
- ⮡ I am up for the Marathon.