ετοιμόλογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετοιμόλογος < (έτοιμος) ετοιμό- + -λογος. Δείτε και το μεσαιωνικό ἑτοιμολόγος (ομιλητικός).[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.tiˈmo.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τοι‐μό‐λο‐γος
- τονικό παρώνυμο: ετυμολόγος
Επίθετο
επεξεργασίαετοιμόλογος, -η, -ο
- ικανός να δίνει άμεσες και έξυπνες απαντήσεις
- ⮡ ήταν κοσμοπολίτης, ανεκδοτολόγος και πάντα ετοιμόλογος με τις εύστοχες παρατηρήσεις του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετοιμόλογος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ετοιμόλογος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας