ετοιματζίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετοιματζίδικος < έτοιμ(ος) + -ατζίδικος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ti.maˈd͡zi.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τοι‐μα‐τζί‐δι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαετοιματζίδικος, -η, -ο
- που αγοράστηκε σε ετοιματζίδικο, που ήταν έτοιμος και δεν προσαρμόστηκε ή κατασκευάστηκε ειδικά για τον πελάτη
- (κατ’ επέκταση) που δεν καλής ποιότητας
- (για ιδέες, απόψεις κ.λπ. μειωτικό) που χρησιμοποιείται αυτούσιος, όπως παρουσιάστηκε από κάποιον άλλο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετοιματζίδικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ετοιματζίδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας