Ετυμολογία

επεξεργασία
ετοιματζίδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ετοιματζίδικος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ετοιματζίδικο ουδέτερο

  1. μαγαζί που πουλάει έτοιμα πράγματα, πράγματα που δεν είναι κατασκευασμένα για τον συγκεκριμένο πελάτη
  2. (ειδικότερα) μαγαζί για:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ετοιματζίδικο