Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετοιματζήδικος η ετοιματζήδικη το ετοιματζήδικο
      γενική του ετοιματζήδικου της ετοιματζήδικης του ετοιματζήδικου
    αιτιατική τον ετοιματζήδικο την ετοιματζήδικη το ετοιματζήδικο
     κλητική ετοιματζήδικε ετοιματζήδικη ετοιματζήδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετοιματζήδικοι οι ετοιματζήδικες τα ετοιματζήδικα
      γενική των ετοιματζήδικων των ετοιματζήδικων των ετοιματζήδικων
    αιτιατική τους ετοιματζήδικους τις ετοιματζήδικες τα ετοιματζήδικα
     κλητική ετοιματζήδικοι ετοιματζήδικες ετοιματζήδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετοιματζήδικος < έτοιμ(ος) + -ατζήδικος

  Επίθετο επεξεργασία

ετοιματζήδικος, -η, -ο