Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανέτοιμος η πανέτοιμη το πανέτοιμο
      γενική του πανέτοιμου της πανέτοιμης του πανέτοιμου
    αιτιατική τον πανέτοιμο την πανέτοιμη το πανέτοιμο
     κλητική πανέτοιμε πανέτοιμη πανέτοιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανέτοιμοι οι πανέτοιμες τα πανέτοιμα
      γενική των πανέτοιμων των πανέτοιμων των πανέτοιμων
    αιτιατική τους πανέτοιμους τις πανέτοιμες τα πανέτοιμα
     κλητική πανέτοιμοι πανέτοιμες πανέτοιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανέτοιμος < παν- + έτοιμος

  Επίθετο επεξεργασία

πανέτοιμος, -η, -ο

  • καθ' όλα έτοιμος, έτοιμος από κάθε άποψη
    Οι αθλητές ολοκλήρωσαν την προετοιμασία και αισθάνονται πανέτοιμοι για τον μεγάλο αγώνα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία