πανέτοιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπανέτοιμος, -η, -ο
- καθ' όλα έτοιμος, έτοιμος από κάθε άποψη
- Οι αθλητές ολοκλήρωσαν την προετοιμασία και αισθάνονται πανέτοιμοι για τον μεγάλο αγώνα.
πανέτοιμος, -η, -ο