Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ετοιμοπόλεμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ετοιμοπόλεμ
ος
η
ετοιμοπόλεμ
η
το
ετοιμοπόλεμ
ο
γενική
του
ετοιμοπόλεμ
ου
της
ετοιμοπόλεμ
ης
του
ετοιμοπόλεμ
ου
αιτιατική
τον
ετοιμοπόλεμ
ο
την
ετοιμοπόλεμ
η
το
ετοιμοπόλεμ
ο
κλητική
ετοιμοπόλεμ
ε
ετοιμοπόλεμ
η
ετοιμοπόλεμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ετοιμοπόλεμ
οι
οι
ετοιμοπόλεμ
ες
τα
ετοιμοπόλεμ
α
γενική
των
ετοιμοπόλεμ
ων
των
ετοιμοπόλεμ
ων
των
ετοιμοπόλεμ
ων
αιτιατική
τους
ετοιμοπόλεμ
ους
τις
ετοιμοπόλεμ
ες
τα
ετοιμοπόλεμ
α
κλητική
ετοιμοπόλεμ
οι
ετοιμοπόλεμ
ες
ετοιμοπόλεμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ετοιμοπόλεμος
<
έτοιμος
+
-ο-
+
πόλεμος
Επίθετο
επεξεργασία
ετοιμοπόλεμος
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) που είναι
έτοιμος
για
πόλεμο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
έτοιμος
και
πόλεμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ετοιμοπόλεμος
ιταλικά
:
bellicoso
(it)