↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προχειροφτιαγμένος η προχειροφτιαγμένη το προχειροφτιαγμένο
      γενική του προχειροφτιαγμένου της προχειροφτιαγμένης του προχειροφτιαγμένου
    αιτιατική τον προχειροφτιαγμένο την προχειροφτιαγμένη το προχειροφτιαγμένο
     κλητική προχειροφτιαγμένε προχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προχειροφτιαγμένοι οι προχειροφτιαγμένες τα προχειροφτιαγμένα
      γενική των προχειροφτιαγμένων των προχειροφτιαγμένων των προχειροφτιαγμένων
    αιτιατική τους προχειροφτιαγμένους τις προχειροφτιαγμένες τα προχειροφτιαγμένα
     κλητική προχειροφτιαγμένοι προχειροφτιαγμένες προχειροφτιαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προχειροφτιαγμένος < πρόχειρ(ος) + -ο- + φτιαγμένος

προχειροφτιαγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  • που έχει κατασκευαστεί πρόχειρα
    προχειροφτιαγμένη κατασκευή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία