πρωτόλειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτόλειος < πρωτόλειο
Επίθετο επεξεργασία
πρωτόλειος -α, -ο (λόγιο)
- που έχει τα χαρακτηριστικά του πρωτόλειου
- Για δε τη δυσκολία πρόσβασης στις αίθουσες φταίει (...) η πρωτόλεια εμφάνιση αρκετών ταινιών μας, που δεν καταφέρνουν να αρθρώσουν στοιχειώδη κινηματογραφικό αφηγηματικό λόγο (Παύλος Κάγιος, εφ. Τα Νέα, 20/1/2003)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτόλειος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτόλειος < (αρχαία ελληνική) πρωτόλειον
Επίθετο επεξεργασία
πρωτόλειος -α, -ον
- αυτός που αναφέρεται στο πρωτόλειον, ο σχετικός με το πρωτόλειον
- τὸ πρωτόλειον στέφος