sommaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sommaire | sommaires |
sommaire (fr) αρσενικό
- ο συνοπτικός πίνακας περιεχομένων, τα περιεχόμενα
- → δείτε τις λέξεις index και table des matières