↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποτυπώδης η υποτυπώδης το υποτυπώδες
      γενική του υποτυπώδους της υποτυπώδους του υποτυπώδους
    αιτιατική τον υποτυπώδη την υποτυπώδη το υποτυπώδες
     κλητική υποτυπώδη(ς) υποτυπώδης υποτυπώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποτυπώδεις οι υποτυπώδεις τα υποτυπώδη
      γενική των υποτυπωδών των υποτυπωδών των υποτυπωδών
    αιτιατική τους υποτυπώδεις τις υποτυπώδεις τα υποτυπώδη
     κλητική υποτυπώδεις υποτυπώδεις υποτυπώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποτυπώδης < αρχαία ελληνική ὑποτυπόω / ὑποτυπῶ + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rudimentaire[1])
Η λέξη μαρτυρείται από το 1887

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po.tiˈpo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /i.po.tiˈpo.ðes/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

υποτυπώδης, -ης, -ες

  1. που έχει αναπτυχθεί με ατελή τρόπο
     συνώνυμα: ανεξέλικτος, εμβρυώδης
  2. (μεταφορικά) χωρίς πλήρη ανάπτυξη
     συνώνυμα: στοιχειώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία