Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιεχόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ο κατάλογος των κεφαλαίων και των ενοτήτων ενός εντύπου

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

περιεχόμενα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιεχόμενο