Ετυμολογία

επεξεργασία
προχείρως < πρόχειρ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

προχείρως, συγκριτικός: προχειρωτέρως/προχειρότερον, υπερθετικός:  προχειρώτατα

  1. εύκολα
  2. πρόχειρα, εκ του προχείρου
  3. απρομελέτητα