Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
frivole frivoles

frivole (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. επιπόλαιος
  2. κούφος

Συγγενικά

επεξεργασία