ακρισία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακρισία | οι | ακρισίες |
γενική | της | ακρισίας | των | ακρισιών |
αιτιατική | την | ακρισία | τις | ακρισίες |
κλητική | ακρισία | ακρισίες | ||
Ο πληθυντικός χρησιμοποιείται σπάνια | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακρισία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκρισία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρι‐σί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακρισία θηλυκό
- η έλλειψη κρίσης, η επιπολαιότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρισία
→ δείτε τη λέξη επιπολαιότητα |