↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλειστόκαινος η πλειστόκαινη το πλειστόκαινο
      γενική του πλειστόκαινου της πλειστόκαινης του πλειστόκαινου
    αιτιατική τον πλειστόκαινο την πλειστόκαινη το πλειστόκαινο
     κλητική πλειστόκαινε πλειστόκαινη πλειστόκαινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλειστόκαινοι οι πλειστόκαινες τα πλειστόκαινα
      γενική των πλειστόκαινων των πλειστόκαινων των πλειστόκαινων
    αιτιατική τους πλειστόκαινους τις πλειστόκαινες τα πλειστόκαινα
     κλητική πλειστόκαινοι πλειστόκαινες πλειστόκαινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλειστόκαινος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική Pleistocene < αρχαία ελληνική πλεῖστος + καινός

  Επίθετο

επεξεργασία

πλειστόκαινος, -η/ -ος, -ο

  1. (γεωλογία) που έχει σχέση με το πλειστόκαινο ή αναφέρεται σ' αυτό
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (γεωλογία) πλειστόκαινο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία