πλειστοκαινικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλειστοκαινικός < πλειστόκαινο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πλειστοκαινικός
- που έχει σχέση με το πλειστόκαινο ή αναφέρτεται σ' αυτό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλειστόκαινο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλειστοκαινικός
|