Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prototype prototypes

prototype (en)

  1. πρωτότυπο
  2. (πληροφορική) ο ορισμός μόνο της διεπαφής μιας συνάρτησης, δηλαδή της επικεφαλίδας (όνομα, παράμετροι) και της τιμής που επιστρέφει, χωρίς όμως το σώμα της, δηλαδή του κώδικα που εκτελείται

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prototype prototypes

prototype (fr) αρσενικό