Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τυπος η -τυπη το -τυπο
      γενική του -τυπου της -τυπης του -τυπου
    αιτιατική τον -τυπο τη(ν) -τυπη το -τυπο
     κλητική -τυπε -τυπη -τυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τυποι οι -τυπες τα -τυπα
      γενική των -τυπων των -τυπων των -τυπων
    αιτιατική τους -τυπους τις -τυπες τα -τυπα
     κλητική -τυποι -τυπες -τυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-τυπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τύπος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τυ‐πος

  Επίθημα επεξεργασία

-τυπος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -τυποςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)