Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακέκτυπος η κακέκτυπη το κακέκτυπο
      γενική του κακέκτυπου της κακέκτυπης του κακέκτυπου
    αιτιατική τον κακέκτυπο την κακέκτυπη το κακέκτυπο
     κλητική κακέκτυπε κακέκτυπη κακέκτυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακέκτυποι οι κακέκτυπες τα κακέκτυπα
      γενική των κακέκτυπων των κακέκτυπων των κακέκτυπων
    αιτιατική τους κακέκτυπους τις κακέκτυπες τα κακέκτυπα
     κλητική κακέκτυποι κακέκτυπες κακέκτυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακέκτυπος < κακός + εκτυπ-ώνω

  Επίθετο επεξεργασία

κακέκτυπος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία