κοινοκτημοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοινοκτημοσύνη | ||
γενική | της | κοινοκτημοσύνης | ||
αιτιατική | την | κοινοκτημοσύνη | ||
κλητική | κοινοκτημοσύνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινοκτημοσύνη < κοινοκτήμων < κοινός + κτήμων
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινοκτημοσύνη θηλυκό
- (κοινωνιολογία), (οικονομία): η από κοινού ιδιοκτησία και χρήση ενός αγαθού
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινοκτημοσύνη
|