Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινόχρηστος η κοινόχρηστη το κοινόχρηστο
      γενική του κοινόχρηστου της κοινόχρηστης του κοινόχρηστου
    αιτιατική τον κοινόχρηστο την κοινόχρηστη το κοινόχρηστο
     κλητική κοινόχρηστε κοινόχρηστη κοινόχρηστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινόχρηστοι οι κοινόχρηστες τα κοινόχρηστα
      γενική των κοινόχρηστων των κοινόχρηστων των κοινόχρηστων
    αιτιατική τους κοινόχρηστους τις κοινόχρηστες τα κοινόχρηστα
     κλητική κοινόχρηστοι κοινόχρηστες κοινόχρηστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινόχρηστος < κοινός + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος)

  Επίθετο επεξεργασία

κοινόχρηστος, -η, -ο

  1. που χρησιμοποιείται από το κοινό και όχι μόνο από κάποιο συγκεκριμένο άτομο
    οι κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας
    προσέχουμε ιδιαίτερα τα προσωπικά μας δεδομένα όταν μπαίνουμε στο διαδίκτυο από κοινόχρηστο υπολογιστή

Σημειώσεις επεξεργασία

Να μη συγχέεται με τον δημόσιο. Ένας π.χ. κοινόχρηστος χώρος είναι προσβάσιμος σε όλους, ενώ ένας δημόσιος χώρος ανήκει στο δήμο όπου μπορεί να τον ορίσει ελεύθερα κοινόχρηστο ή προσβάσιμο έναντι τιμήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία