κοινόχρηστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινόχρηστος < κοινός + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος)
Επίθετο
επεξεργασίακοινόχρηστος, -η, -ο
- που χρησιμοποιείται από το κοινό και όχι μόνο από κάποιο συγκεκριμένο άτομο
- οι κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας
- προσέχουμε ιδιαίτερα τα προσωπικά μας δεδομένα όταν μπαίνουμε στο διαδίκτυο από κοινόχρηστο υπολογιστή
Σημειώσεις
επεξεργασίαΝα μη συγχέεται με τον δημόσιο. Ένας π.χ. κοινόχρηστος χώρος είναι προσβάσιμος σε όλους, ενώ ένας δημόσιος χώρος ανήκει στο δήμο όπου μπορεί να τον ορίσει ελεύθερα κοινόχρηστο ή προσβάσιμο έναντι τιμήματος