κοινόχρηστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινόχρηστα < κοινόχρηστος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινόχρηστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρηματικό ποσό που αναλογεί σε κάθε ένοικο ή ιδιοκτήτη για τα έξοδα πολυκατοικίας και καταβάλλεται κάθε μήνα
- σε πολλές πολυκατοικίες, μαζί με τα κοινόχρηστα, καταβάλλεται και χρηματικό ποσό που συγκεντρώνεται σαν αποθεματικό για έκτακτα έξοδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοινόχρηστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακοινόχρηστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοινόχρηστος