κοινοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινοποιήσιμος < (κοινοποιώ) κοινοποισ- + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίακοινοποιήσιμος[1]
- που μπορεί να κοινοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινοποιήσιμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοινοποιήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)