Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κοινοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κοινοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • ενημερώνονται για εμένα διάφοροι τομείς και όχι μόνονένας
  • το έγγραφο κοινοποιήθηκε σε τρεις υπηρεσίες

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία