↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινοποιημένος η κοινοποιημένη το κοινοποιημένο
      γενική του κοινοποιημένου της κοινοποιημένης του κοινοποιημένου
    αιτιατική τον κοινοποιημένο την κοινοποιημένη το κοινοποιημένο
     κλητική κοινοποιημένε κοινοποιημένη κοινοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινοποιημένοι οι κοινοποιημένες τα κοινοποιημένα
      γενική των κοινοποιημένων των κοινοποιημένων των κοινοποιημένων
    αιτιατική τους κοινοποιημένους τις κοινοποιημένες τα κοινοποιημένα
     κλητική κοινοποιημένοι κοινοποιημένες κοινοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κοινοποιώ

κοινοποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία