ανακοινοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανακοινοποιώ (παθητική φωνή: ανακοινοποιούμαι)
- (νεολογισμός) κοινοποιώ κάτι εκ νέου ή κι εγώ με τη σειρά μου
- (νεολογισμός) κοινοποιώ εκ νέου επίσημο έγγραφο επιφέροντας διορθώσεις και επαναδιατυπώσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- ανακοινοποίηση
- → δείτε τις λέξεις ανά και κοινοποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακοινοποιώ | ανακοινοποιούσα | θα ανακοινοποιώ | να ανακοινοποιώ | ανακοινοποιώντας | |
β' ενικ. | ανακοινοποιείς | ανακοινοποιούσες | θα ανακοινοποιείς | να ανακοινοποιείς | (ανακοινοποίει) | |
γ' ενικ. | ανακοινοποιεί | ανακοινοποιούσε | θα ανακοινοποιεί | να ανακοινοποιεί | ||
α' πληθ. | ανακοινοποιούμε | ανακοινοποιούσαμε | θα ανακοινοποιούμε | να ανακοινοποιούμε | ||
β' πληθ. | ανακοινοποιείτε | ανακοινοποιούσατε | θα ανακοινοποιείτε | να ανακοινοποιείτε | ανακοινοποιείτε | |
γ' πληθ. | ανακοινοποιούν(ε) | ανακοινοποιούσαν(ε) | θα ανακοινοποιούν(ε) | να ανακοινοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακοινοποίησα | θα ανακοινοποιήσω | να ανακοινοποιήσω | ανακοινοποιήσει | ||
β' ενικ. | ανακοινοποίησες | θα ανακοινοποιήσεις | να ανακοινοποιήσεις | ανακοινοποίησε | ||
γ' ενικ. | ανακοινοποίησε | θα ανακοινοποιήσει | να ανακοινοποιήσει | |||
α' πληθ. | ανακοινοποιήσαμε | θα ανακοινοποιήσουμε | να ανακοινοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ανακοινοποιήσατε | θα ανακοινοποιήσετε | να ανακοινοποιήσετε | ανακοινοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ανακοινοποίησαν ανακοινοποιήσαν(ε) |
θα ανακοινοποιήσουν(ε) | να ανακοινοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακοινοποιήσει | είχα ανακοινοποιήσει | θα έχω ανακοινοποιήσει | να έχω ανακοινοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακοινοποιήσει | είχες ανακοινοποιήσει | θα έχεις ανακοινοποιήσει | να έχεις ανακοινοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακοινοποιήσει | είχε ανακοινοποιήσει | θα έχει ανακοινοποιήσει | να έχει ανακοινοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακοινοποιήσει | είχαμε ανακοινοποιήσει | θα έχουμε ανακοινοποιήσει | να έχουμε ανακοινοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακοινοποιήσει | είχατε ανακοινοποιήσει | θα έχετε ανακοινοποιήσει | να έχετε ανακοινοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακοινοποιήσει | είχαν ανακοινοποιήσει | θα έχουν ανακοινοποιήσει | να έχουν ανακοινοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακοινοποιώ
|