Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακοινοποιώ < ανα- + κοινοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ανακοινοποιώ (παθητική φωνή: ανακοινοποιούμαι)

  1. (νεολογισμός) κοινοποιώ κάτι εκ νέου ή κι εγώ με τη σειρά μου
  2. (νεολογισμός) κοινοποιώ εκ νέου επίσημο έγγραφο επιφέροντας διορθώσεις και επαναδιατυπώσεις

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία